- εγχειρήσιμος
- η , ο [ος , ον ] могущий быть оперированным; созревший для операции (о нарыве и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχειρήσιμος, -η — ο (ιατρ.), που μπορεί να εγχειρηθεί, ο χειρουργήσιμος: Εγχειρήσιμος όγκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγχειρήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή είναι σε θέση να εγχειριστεί … Dictionary of Greek